- πινάκλ
- το(λ. γαλλ.), είδος χαρτοπαίγνιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πινάκλ — το, Ν χαρτοπαίγνιο που παίζεται με τράπουλα τών 52 φύλλων συν 2 τζόκερ ή μπαλαντέρ, από δύο, τρία ή και τέσσερα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pinacle < λατ. pinnaculum «πτερύγιο»] … Dictionary of Greek